Ίσως
το πιο παραγνωρισμένο Νότιο group, δυστυχώς δεν έτυχε της προσοχής που θα έπρεπε
από τους Rock οπαδούς.
Οι Blackfoot είναι μέσα στα κορυφαία Νότια σχήματα. Ανεπανάληπτες και φοβερές μουσικές συνθέσεις, με πολλές Ινδιάνικες επιρροές στην μουσική τους, αφού οι μισοί ήταν Ινδιάνοι. Οι Blackfoot απέδειξαν πως οι Ινδιάνοι δεν είναι απλά ικανοί να χορεύουν καμαρωτοί τους χορούς της βροχής, αλλά πως μπορούν να παίξουν βρώμικο κλασικό Rock ‘N’ Roll προσθέτοντας στοιχεία από το Southern Rock.
Τώρα πια ο Rickey Medlocke είναι στους Lynyrd Skynyrd (από όπου ξεκίνησε), αφού έχουν διαλυθεί οι Blackfoot.
Οι Blackfoot είναι μέσα στα κορυφαία Νότια σχήματα. Ανεπανάληπτες και φοβερές μουσικές συνθέσεις, με πολλές Ινδιάνικες επιρροές στην μουσική τους, αφού οι μισοί ήταν Ινδιάνοι. Οι Blackfoot απέδειξαν πως οι Ινδιάνοι δεν είναι απλά ικανοί να χορεύουν καμαρωτοί τους χορούς της βροχής, αλλά πως μπορούν να παίξουν βρώμικο κλασικό Rock ‘N’ Roll προσθέτοντας στοιχεία από το Southern Rock.
Τώρα πια ο Rickey Medlocke είναι στους Lynyrd Skynyrd (από όπου ξεκίνησε), αφού έχουν διαλυθεί οι Blackfoot.
Οι Blackfoot
θεωρούνται ένα γνήσιο δημιούργημα του Southern
Rock
και τους θεωρώ ένα από τα πέντε αντιπροσωπευτικότερα συγκροτήματα του
είδους.
Μια πορεία δύσκολη με
πολλές ανακατατάξεις μελών που όμως κατάφερε να μας αφήσει μια σπουδαία
παρακαταθήκη από κλασικούς δίσκους και τραγούδια. Η τύχη τους έπαιξε περίεργα παιχνίδια
και θα λέγαμε πως τελικά ήταν από τα ακρογωνιαία συγκροτήματα του Νότιου Rock με επιτυχία στις πλατιές μάζες.
Όλα ξεκινούν την άνοιξη του
1969 όταν ο Rickey Medlocke και ο Greg T. Walker συνάντησαν τον Charlie Hargrett στο Jacksonville, της Florida και σχημάτισαν τους Fresh Garbage με τον Ron Sciabarasi (πλήκτρα),
τον Medlocke (τραγούδι, drums), τον Walker (bass) και τον Hargrett (κιθάρα).
Το σχήμα αυτό έπαιζε
κυρίως σε ένα τοπικό κλαμπ στο Forsyth
St., μαζί με αυτούς έπαιζε και ένα φιλικό τους σχήμα με το όνομα One
Percent, το οποίο θα μετονομάζονταν σύντομα σε Lynyrd Skynyrd.
Εκείνο το φθινόπωρο ο Sciabarasi θα άφηνε το σχήμα των Fresh
Garbage και την θέση του θα κάλυπτε ο Jerry Zambito (ex-Tangerine) στο νέο σχήμα με το όνομα Hammer. Το σχήμα αυτό
είχε τον Medlocke ως frontman στο τραγούδι (χωρίς να παίζει
καθόλου κιθάρα), τον Greg T. Walker
στο bass, τον
Jakson Spires (ex-Tangerine) στα drums, τον
DeWitt Gibbs (ex-Tangerine) στο πιάνο
και τελικά τον Hargrett στην
κιθάρα. Έτσι αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Gainesville της Florida
και να γίνουν το συγκρότημα σε ένα τοπικό topless bar.
Την άνοιξη του 1970 τα
μέλη του συγκροτήματος άκουσαν για ένα μουσικό σχήμα από την Δυτική Ακτή με το
ίδιο όνομα όπως το δικό τους, Hammer, με τις συνθήκες αυτές πήραν λοιπόν
την απόφαση να αλλάξουν το όνομά τους σε Blackfoot, υπογραμμίζοντας την
αυτόχθονη Αμερικάνικη καταγωγή των μελών. Ο Spires ήταν εν μέρει Cherokee,
o Medlocke εν μέρει Sioux, ενώ ο Walker είχε ρίζες στους Ινδιάνους της Ανατολικής Φλόριντα. Εκείνη
την εποχή αποφασίζουν πάλι να αλλάξουν πόλη, και αυτή την φορά τους βρίσκουμε
στο Manhattan, μετά την προτροπή
μιας φίλης της μπάντας, η οποία δούλευε σε μια δισκογραφική εταιρεία και μίλησε
με το αφεντικό της για την ύπαρξη της μπάντας. Το αφεντικό μάλιστα φρόντισε να
τους φέρει στην πόλη της ΝΥ, βέβαια τα αποτελέσματα αυτής της απόφασης δεν ήταν
τα αναμενόμενα και αυτό οδήγησε τον Gibbs
να εγκαταλείψει το συγκρότημα.
Την άνοιξη του 1971 ο Medlocke και ο Walker δέχτηκαν την πρόταση των Lynyrd Skynyrd να ενταχτούν
στο δυναμικό της μπάντας, με αποτέλεσμα αυτό να διαλύσει προσωρινά τους Blackfoot.
Η σύντομη προσπάθεια επανένωσης δεν καρποφόρησε, αφού ο Medlocke ξαναγύρισε στους Lynyrd Skynyrd και ο Walker συμμετείχε στο συγκρότημα των Tokens, που άλλαξαν το όνομα
τους σε Cross Country. Ο Hargrett
παρέμεινε στα βόρεια μένοντας στο Hackettstown
στο New Jersey. Τον Αύγουστο του
1972 ένας παλιός φίλος του συγκροτήματος των Blackfoot και τεχνικός
τους, ο John Vassiliou
εμφανίστηκε στο Reidsville της North Carolina, μαζί του έφερε και
τον μπασίστα Lenny Stadler από
το συγκρότημα των Blackberry Hill. Ο Hargrett αποφασίζει να προσκαλέσει τον Medlocke (ο οποίος έχει αποχωρήσει από τους Lynyrd Skynyrd)
ώστε να επαναφέρουν τους Blackfoot με τους Stadler στο μπάσο και τον Jakson
Spires στα drums.
Μάλιστα ο ήχος τους θα ενισχυόταν από έναν δεύτερο κιθαρίστα τον Danny Johnson (Derringer, Steppenwolf, Axis), ο Medlocke
όμως είναι πεπεισμένος πως θέλει να παραμείνει ο frontman και να αναλάβει ό ίδιος τα φωνητικά και τις δεύτερες
κιθάρες, κάτι που συνεπάγεται την βραχύβια παραμονή του Danny Johnson στο σχήμα.
Το καλοκαίρι του 1973 ο Stadler αφήνει το συγκρότημα αφού
ανακαλύφθηκε ένας όγκος στον πνεύμονα του, ευτυχώς ο όγκος υποχώρησε όμως ο Stadler αποφασίζει να εγκαταλείψει τα
σχέδια του για ενασχόληση με την κοσμική μουσική και έγινε μεθοδιστής ιερέας. Ο
Greg T. Walker προσκαλείται να
καλύψει την θέση και η κλασική σύνθεση των Blackfoot είναι πλέον γεγονός
για δεύτερη και οριστική φορά.
Το 1974 οι Blackfoot
έστρεψαν την περιοχή δράσης τους στην Νοτιοανατολική περιοχή και συγκεκριμένα
στο Βόρειο New Jersey, δυστυχώς
οι ικανότητες του Medlocke στο
τραγούδι περιορίστηκαν εξαιρετικά λόγω δημιουργίας κόμπων στις φωνητικές του
χορδές, γι’ αυτό ζήτησαν και την βοήθεια του τραγουδιστή Patrick Jude.
Μετά την αποθεραπεία του Medlocke η παραμονή του Patrick Jude στο συγκρότημα έληξε,
μετά από λίγο καρό ο Medlocke
και ο Walker έστειλαν στους
παραγωγούς Jimmy Johnson και David Hood μια κόπια με το υλικό των Blackfoot.
Οι δυο παραγωγοί είχαν δουλέψει με τους Medlocke
και Walker στο Muscle Shoals της Alabama όταν ηχογραφούσαν με τους Skynyrd.
Το “No Reservations” κυκλοφόρησε με την
ετικέτα της Island Records το
1975 κατόπιν συμφωνίας που κατάφερε να κλείσει ο τότε manager των Blackfoot, Lou Manganiello. Οι Blackfoot
απέδειξαν με το αυτό ντεμπούτο τους ότι παίζουν σκληρό και βρώμικο Νότιο Rock, τώρα το εν λόγω album
αποτελεί
έναν υψηλής συλλεκτικής αξίας δίσκο.
Η δισκογραφική τους
εταιρεία δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στην προώθηση του δίσκου με
αποτέλεσμα να μην προκαλέσει καμιά αίσθηση. Το 1976 αφού ο Manganiello έκλεισε μια δεύτερη
συμφωνία, αυτή τη φορά με την Epic
Records, κυκλοφόρησε το δεύτερο album, το “Flying
High”, ούτε και η νέα τους εταιρεία έδωσε την ανάλογη προσοχή στον
καινούριο δίσκο. Τα μέλη του συγκροτήματος δεν το έβαλαν όμως κάτω και
κατάφεραν να κλείσουν κάποιες αξιόλογες εμφανίσεις μαζί με μεγάλα ονόματα της Aμερικάνικης Hard Rock/ Rock σκηνής όπως οι KISS, ο Peter Frampton και ο Ted Nugent,
ενώ στην συνέχεια άνοιξαν για τους Mahogany Rush και Gary Wright.
Η παραγωγή και των δυο albums έγινε από τους Johnson and Hood.
Προς το τέλος του 1975 το group έχει επιστρέψει στο Gainesville της Florida
λόγω του σκληρού Βόρειου χειμώνα που επηρεάζει την υγεία του τραγουδιστή τους
εξαιτίας του ενός πνεύμονα μετά από αφαίρεση του άλλου πνεύμονα σε παιδική
ηλικία. Το 1977 επικοινωνούν με τον μάνατζερ των Black Oak Arkansas, Butch Stone, ο οποίος τους πήρε σαν
αναπληρωματικό συγκρότημα για την Ruby Starr (πραγματικό όνομα Connie
Mierzwiac) η οποία έκανε δεύτερα φωνητικά στους Black Oak Arkansas
αλλά έβγαινε περιοδεία πλέον μόνη της, αφού ακλουθούσε solo καριέρα. Το συγκρότημα θα άνοιγε το πρόγραμμα
και μετά θα έπαιζε ένα δεύτερο σετ συνοδεύοντας την τραγουδίστρια, η ιδιαίτερη
αυτή φόρμουλα συνεργασίας έληξε το 1978 και εκεί γνωρίζουν τον μάνατζερ των Brownsville Station, Al Nalli και τον συνεργάτη του Jay Frey, οι οποίοι τους υπογράφουν
στην δισκογραφική εταιρεία Atco Records.
Το “Strikes” σε παραγωγή του Al Nalli και με την επιμέλεια του
ντράμερ των Brownsville Station, Henry
Weck, στην κονσόλα του ήχου ηχογραφήθηκε στο υπόγειο του Nalli στο Ann Arbor του Michigan
και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1979. Ο δίσκος αποτελούσε τον εμπορικότερο
του συγκροτήματος φτάνοντας τις μισό εκατομμύριο πωλήσεις περιέχοντας μια
διασκευή του “Pay My Dues” των Blues Image και με επιτυχίες
όπως το "Train, Train",
γραμμένο από τον παππού του Rickey,
τον Shorty Medlocke, στο οποίο ο
δεύτερος παίζει φυσαρμόνικα.
Το συγκεκριμένο τραγούδι
έγινε σήμα κατατεθέν και η πρώτη επιτυχία τους, αργά την ίδια χρονιά ξεπήδησε
από το ίδιο δίσκο και άλλη μία επιτυχία το "Highway Song", που παρέπεμπε αναπόφευκτα στο “Freebird” των Lynyrd Skynyrd
χωρίς να υποβαθμίζεται σε καμιά περίπτωση η αξία του. Με όλες αυτές τις
περγαμηνές ο δίσκος δεν μπορούσε να μην γίνει παρά πλατινένιος, το συγκρότημα
έμεινε 22 μήνες στον δρόμο κάνοντας περιοδείες και ανοίγοντας συναυλίες για
τους Blue Οyster Cult, AC/DC, Journey, Whitesnake, Ted Nugent, Foreigner με
ακμαίο ηθικό και ακριβή επαγγελματισμό, όλα αυτά συντέλεσαν στην αύξηση των
πωλήσεων των δίσκων τους.
Την κυκλοφορία ακολούθησαν
εντατικές περιοδείες μέσα στο 1979 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος της ίδιας
χρονιάς με την εμφάνιση με τους Who στο στάδιο Silverdome στο Pontiac
του Michigan. Όμως συγχρόνως
παρέμειναν υπερδραστήριοι προετοιμάζοντας τον επόμενο δίσκο “Tomcattin” που κυκλοφόρησε το 1980
ακολουθημένο από το “Marauder”
το 1981, ανοίγοντας τους τον δρόμο για τον χρυσό και πλατινένιο δίσκο
αντίστοιχα, ενώ ακολούθησε το ζωντανό “Highway
Song Live” το 1982. Το συγκρότημα έφτασε στο αποκορύφωμα της
δημιουργικότητας του, με τα κλασικα albums “Flying High”,
“Strikes” και “Tomcattin”, ενώ το 1981 κυκλοφόρησαν το τελευταίο κλασικό Rock
LP του Νότου, το “Marauder”. Αυτό το άλμπουμ ήταν μια κλωτσιά στο πρόσωπο των
μουσικών τους αντιπάλων, όπως οι Lynyrd
Skynyrd, οι Molly Hatchet και οι Doc Holliday. Το “Marauder” είναι ο
τέλειος συνδυασμός ανάμεσα στη βρωμιά και στην ψυχή, στο Hard Rock ’N’ Roll και
στο συναισθηματικό Blues και βέβαια δεν θα γοητεύσει μόνο τους Cowboys του
δρόμου.
Η μουσκεμένη με Whiskey φωνή του Rick Medlocke, οι παραδοσιακές κιθάρες και ο ξερός, αποφασιστικός ρυθμός, είναι ακαταμάχητα σε όλους όσους αγαπούν το Southern Rock, ακούγονται το ίδιο φρέσκα και σήμερα. Εάν δεν έχετε ακούσει ποτέ τα διαμάντια “Good Morning”, το “Hard To Handle”, “Dry Country” ή την υπέροχη μπαλάντα “Diary Of A Working Man” (κανένα τραγούδι δεν θα μπορούσε να είναι πιο συγκινητικό και πιο τίμιο), τότε έχετε χάσει μερικά αληθινά κλασικά κομμάτια του είδους που λέγετε Southern Rock.
Το ζωντανά ηχογραφημένο LP “Highway Song” κυκλοφόρησε το 1982 και συνιστάτε επίσης σαν ένα κομμάτι μεγάλης συλλεκτικής αξίας καθώς ηχογραφήθηκε με την ίδια σύνθεση και περιλαμβάνει επίσης τα κομμάτια “Good Morning” και “Dry Country”.
Η μουσκεμένη με Whiskey φωνή του Rick Medlocke, οι παραδοσιακές κιθάρες και ο ξερός, αποφασιστικός ρυθμός, είναι ακαταμάχητα σε όλους όσους αγαπούν το Southern Rock, ακούγονται το ίδιο φρέσκα και σήμερα. Εάν δεν έχετε ακούσει ποτέ τα διαμάντια “Good Morning”, το “Hard To Handle”, “Dry Country” ή την υπέροχη μπαλάντα “Diary Of A Working Man” (κανένα τραγούδι δεν θα μπορούσε να είναι πιο συγκινητικό και πιο τίμιο), τότε έχετε χάσει μερικά αληθινά κλασικά κομμάτια του είδους που λέγετε Southern Rock.
Το ζωντανά ηχογραφημένο LP “Highway Song” κυκλοφόρησε το 1982 και συνιστάτε επίσης σαν ένα κομμάτι μεγάλης συλλεκτικής αξίας καθώς ηχογραφήθηκε με την ίδια σύνθεση και περιλαμβάνει επίσης τα κομμάτια “Good Morning” και “Dry Country”.
Στην δεκαετία του ’80 αρχίζουν οι περιπέτειες για την μπάντα, η μπογιά του Southern Rock αρχίζει να ξεφτίζει και το συγκρότημα προσπαθεί να διαφοροποιήσει τον ήχο και να επαναπροσδιοριστεί για να συνεχίζει να στέκεται στα πόδια του και να εισπράττει την επιτυχία που του αναλογεί.
Έτσι τηλεφώνησαν στον Ken Hensley (Uriah Heep), ο οποίος δέχτηκε να τους βοηθήσει το 1983 εμπλουτίζοντας
τον ήχο στον επόμενο δίσκο τους “Siogo”
με περισσότερα πλήκτρα. Mετά το 1983 οι Blackfoot
έγιναν πιο Hard Rock, με τον Ken Hensley στο line-up τους, κυκλοφορούν δίσκους
που δεν είναι και πολύ Southern Rock.
Δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν μεν ποιοτικά ικανοποιητικό, όμως ο δίσκος σημείωσε χαμηλές πωλήσεις και οδήγησε τα μέλη του group στην σκέψη να αλλάξουν την εμφάνιση τους. Πίστευαν πως μια λιγότερο μηχανόβια εικόνα θα τους έσωζε από την δισκογραφική καταστροφή και θα τους έκανε πιο προσιτούς με πρώτο θύμα αυτής της αλλαγής τον Hargrett που με την εμφάνισή του (σύμφωνα με την γνώμη των υπόλοιπων μελών) ίσως να μην ταίριαζε πλέον με τις απαιτήσεις της εποχής του MTV.
Δυστυχώς το αποτέλεσμα ήταν μεν ποιοτικά ικανοποιητικό, όμως ο δίσκος σημείωσε χαμηλές πωλήσεις και οδήγησε τα μέλη του group στην σκέψη να αλλάξουν την εμφάνιση τους. Πίστευαν πως μια λιγότερο μηχανόβια εικόνα θα τους έσωζε από την δισκογραφική καταστροφή και θα τους έκανε πιο προσιτούς με πρώτο θύμα αυτής της αλλαγής τον Hargrett που με την εμφάνισή του (σύμφωνα με την γνώμη των υπόλοιπων μελών) ίσως να μην ταίριαζε πλέον με τις απαιτήσεις της εποχής του MTV.
Μην έχοντας πλέον πολλά
περιθώρια επιλογής ο Hargrett
αποχωρεί τον Ιανουάριο του 1983 και δεν είναι πλέον παρών στην νέα (όγδοη κατά
σειρά) δισκογραφική προσπάθεια “Vertical
Smiles”, που ηχογραφήθηκε στην Atlanta
με τον πρώην μηχανικό ήχου των Yes τον Eddie Offord. Η εταιρεία έστειλε τον δίσκο για επαναηχογράφηση θεωρώντας
το αποτέλεσμα ιδιαίτερα φτωχό και ανεπαρκές, ακόμα και η ρετουσαρισμένη έκδοση
του δίσκου που περιείχε τρείς διασκευές το “Morning Dew” του Καναδού τραγουδιστή Bonnie Dobson, το “Livin' In The Limelight” του Peter
Cetera και το “A Legend Never Dies”
των Mark Gendel/ Robert
Albin Johnson/ Brent Maher και κυκλοφόρησε τελικά τον Οκτώβριο
του 1984 δεν κατάφερε να πουλήσει τα αναμενόμενα. Ακόμα και η συνεισφορά του
πρώην Axe κιθαρίστα Bobby Barth
στην ηχογράφηση δεν στάθηκε ικανή να σώσει την κατάσταση.
Ο μάνατζερ Al Nalli τηλεφωνεί στον Hargrett και
του γίνεται πρόταση να επιστρέψει και να συμμετάσχει σε μια εμφάνιση στο Helsinki της Finland, κάτι που ο κιθαρίστας απορρίπτει χωρίς
δεύτερη σκέψη.
Πολλοί έσπευσαν να πουν
πως η προσθήκη του Ken Hensley
άλλαξε τον τρόπο που η μπάντα αντιλαμβανόταν την μουσική οδηγώντας την σε πιο
εύπεπτα μουσικά ακούσματα, η ταπεινή μου γνώμη είναι πως ο Ken Hensley διατήρησε το υψηλό του
μουσικό προφίλ και έδεσε πολύ καλά με τον ήχο της μπάντας. Αυτό που πραγματικά
άλλαξε ήταν πως ο κόσμος άλλαξε τις προτιμήσεις του και η μουσική βιομηχανία
τον οδηγούσε σε λιγότερο Rock ακούσματα σπρώχνοντας μουσικά είδη, όπως το Southern Rock, στο περιθώριο.
Το βαρύ πρόγραμμα
περιοδειών ήταν εξαντλητικό για τον Ken
Hensley, ο οποίος αποχώρησε προς το τέλος του 1984 και αντικαταστήθηκε
από τον Bobby Barth, πρώην
τραγουδιστή/ κιθαρίστα των αμερικανών Axe.
Το 1985 τους βρίσκει σε άσχημη κατάσταση με την δημοτικότητα τους να είναι στο
ναδίρ και αποφασίζουν να διαλύσουν το σχήμα, το ίδιο συμβαίνει με την εταιρεία τους
που διαλύεται και αυτή και τα μέλη αποχωρούν.
Ο Medlocke αποφασίζει να συνεχίσει παρόλο αυτά με μια νέα σύνθεση του σχήματος και διατηρώντας τον όνομα Blackfoot, το νέο συγκρότημα περιλαμβάνει τους Doug "Bingo" Bare (keys), Jerry
"Wizzard" Seay (ex-Mother's Finest, μπάσο) και Harold Seay (drums). Έτσι το 1987 κυκλοφορεί από την Wounded Bird τον δίσκο “Rick Medlocke & Blackfoot” με
κατεύθυνση την πιο AOR/ Southern Rock μουσική, που θα είχε μεγάλη πιθανότητα να
ακούγεται από το ραδιόφωνο. Η νέα αυτή πορεία δεν ευχαρίστησε τούς παλιούς
οπαδούς του συγκροτήματος και δεν κατάφερε να προσελκύσει νέους οπαδούς. Το
1988 σημειώνεται αλλαγή στην σύνθεση με τους Wizzard και Seay να
είναι εκτός σχήματος και τους Gunner
Ross (drums), τον μπασίστα Mark Mendoza (ex-Twisted Sister) και Neal
Casal (κιθάρα) να είναι εντός. Μέσα στον ίδιο χρόνο ο Mark Mendoza αποχωρεί και την θέση του
καλύπτει ο Rikki Mayr (ex-Lizzy Borden) στις αρχές του επόμενου
έτους.
Το 1991 κυκλοφόρησε κάτω
από το όνομα της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Loop το “Medicine Man”,
το 1992 ο Medlocke ανανέωσε το
σχήμα με τρείς άλλους μουσικούς, τους Benny
Rappa (drums), Mark
Woerpel (ex-Whiteface, κιθάρα) που είχε βοηθήσει
τον Medlocke σε παλιότερες
δουλειές του στο στούντιο και τον Tim
Stunson (bass).
Το 1994 κυκλοφόρησε ένα ακόμα album από την Wildcat αυτή την
φορά το “After the Reign” και
όπως και το “Medicine Man” έγινε
δεκτό από τους φανατικούς οπαδούς της μπάντας ως επιστροφή στις ρίζες, τελικά
χάνονται γύρω στο 1994 αφού το σχήμα είναι πια προσωπική υπόθεση του Medlocke.
Την ίδια χρονιά
κυκλοφόρησε και ένα best of του συγκροτήματος με τον τίτλο “Rattlesnake Rock N' Roll, The Best Οf Blackfoot”
με την δισκογραφική εταιρεία Rhino Records που ενίσχυσε κάπως την θετική
ανταπόκριση των οπαδών.
Το 1996 τους Blackfoot αποτελούσαν οι Medlocke, o Stet
Howland, o John
Housley (Ragady
Ann) και ο Bryce
Barnes (Edwin Dare). Την ίδια ακριβώς χρονιά, ο Medlocke βρίσκεται πάλι στις τάξεις
των Lynyrd Skynyrd, αυτή την φορά όμως ως κιθαρίστας. Το 1998 κυκλοφορεί
από την ΕΜΙ ένα ζωντανά
ηχογραφημένο άλμπουμ του 1983 το “Live
On The King Biscuit Flower Hour” θέλοντας να επωφεληθεί από την αύξηση
της δημοτικότητας του συγκροτήματος.
Μια δεύτερη έκδοση του
σχήματος λαμβάνει χώρα το 2004 με τη συμμετοχή των ιδρυτικών μελών Jakson Spires, Greg T. Walker και του Charlie
Hargrett, ο Medlocke
εκείνη την περίοδο δεν ήταν διαθέσιμος μιας και συμμετείχε στους Lynyrd Skynyrd, οπότε η θέση του
καλύφθηκε από τον Bobby Barth (Axe). Ο Spires
όμως είχε ακόμα να εκπληρώσει κάποιες υποχρεώσεις με τους Southern Rock
Allstars, ο καλός φίλος του Bobby
Barth, και ο Αυστριακός drummer Christoph Ullmann προσφέρεται να τους βοηθήσει προσωρινά. Δυστυχώς για το συγκρότημα οι
δυσκολίες δεν θα σταμάταγαν εδώ, τον Μάρτιο του 2005 πεθαίνει ξαφνικά το
ιδρυτικό τους μέλος ο Spires από
ανεύρυσμα, οι υπόλοιποι όμως αποφάσισαν να συνεχίσουν και σεβόμενοι την επιθυμία
του Spires καλούν τον Christoph Ullmann να αναλάβει ως
αντικαταστάτης την θέση του Spires.
Το 2006 όντας σε περιοδεία
ο Bobby Barth βγαίνει εκτός
μάχης και υποβάλλεται σε λεπτή εγχείριση λαιμού και ώμου μετά από τραυματισμό,
ο Jay Johnson των Southern Rock
Allstars έρχεται να καλύψει το ξαφνικό κενό στην κιθάρα και στο τραγούδι, ευτυχώς ο
Bobby Barth αναρρώνει και
επανέρχεται δριμύτερος στο τέλος του ιδίου έτους. Τον Νοέμβριο του 2006 ο Christoph Ullmann επιστρέφει στην χώρα
του και τον διαδέχεται ο Mark McConnell.
Τον Απρίλιο του 2007 έτους ο Jay
Johnson δέχεται τις ευχαριστίες των μελών και επιστρέφει, την ίδια
χρονιά το συγκρότημα περιοδεύει και αποτελείται εκείνη την περίοδο από τους Walker, τον Hargrett, τον Barth
και τον drummer Michael Sollars. Στο τέλος της χρονιάς κυκλοφορεί και ένα DVD,
το οποίο τιτλοφορείται “Train, train”,
στην θέση του drummer βρίσκουμε πλέον τον Scott Craig.
Την άνοιξη του 2010 ο Bobby Barth υποβάλλεται επειγόντως σε
εγχείρηση στην πλάτη του, ο πρώην κιθαρίστας των Lynyrd Skynyrd, Mike
Estes καλείται να αναλάβει τα φωνητικά και την κιθάρα, ενώ ο Kurt Pietro βρίσκεται στην θέση του drummer… κομφούζιο με τόσες αλλαγές μελών ε; και εγώ
που τα έψαχνα για να γράψω το άρθρο ζαλίστηκα…
Πάρτε και σεις μια ιδέα,
από τα μελή που πέρασαν κατά καιρούς από την μπάντα, είναι να μην σε πιάνει
ζαλάδα.
Rick Medlocke - Vocals, Guitar,
Dobro, Synthesizer, Drums (1969-1997)
Charlie Hargrett - Guitar
(1969-1984 & 2004-2011)
Greg T. Walker - Bass (1969-1986,
& 2004-2012)
Ron Sciabarasi - Keyboards (1969)
Jerry Zambito - Guitar (1969)
Jakson Spires - Drums (1969-1986
& 2004-2005)
DeWitt Gibbs - Keyboards (1969-70)
Lenny Stadler - Bass (1972-1973)
Danny Johnson - Guitar (1972)
Patrick Jude - Vocals (1974)
Ken Hensley - Keyboards, Guitar
(1982-1984)
Bobby Barth - Guitar, Vocals
(1984-1986 & 2004-2010)
Jerry "Wizzard" Seay - Bass (1986-1988)
Doug "Bingo" Bare - Keyboards
(1986-1988)
Harold Seay - Drums
(1986-1988)
Gunner Ross - Drums (1988-1992)
Mark Mendoza - Bass (1988)
Neal Casal - Guitar
(1988-1992)
Rikki Mayr - Bass (1989-1992)
Benny Rappa - Drums
(1992-1996)
Mark Woerpel - Guitar
(1992-1996)
Tim Stunson - Bass (1992-1996)
Stet Howland - Drums
(1996-1997)
John Housley - Guitar
(1996-1997)
Bryce Barnes - Bass (1996-1997)
Christoph Ullmann - Drums
(2005-2006)
Jay Johnson - Gguitar
(2006-2007)
Mark McConnell - Drums
(2006-2007)
Michael Sollars - Drums
(2007-2009)
Scott Craig - Drums (2009-2010)
Mike Estes - Guitar
(2010-2012)
Kurt Pietro - Drums
(2010-2012)
Randy Peak - Guitar
(2011-2012)
Philip Shouse - Vocals, Guitar
(2012-present)
Tim Rossi - Guitar (2012-present)
Brian Carpenter - Bass
(2012-present)
Christopher Williams – Drums (2012-present)
TRIVIA:
Ο Rickey Medlocke υπήρξε drummer για σύντομο χρονικό διάστημα σε μια από τις
πρώτες εκδοχές των Lynyrd Skynyrd το
1970.
Το συγκρότημα δήλωσε ότι ο
τίτλος του album“Siogo” σήμαινε στην ινδιάνικη γλώσσα “δεσμός”
και “συντροφικότητα”.
Ο τίτλος “Siogo” ήταν στην
πραγματικότητα καθαρή επινόηση του road crew της μπάντας και ακρωνύμιο της καθόλου
ευγενικής έκφρασης “Suck It Or Get Out”.
Ο Shorty Medlocke (1910–1982) παππούς του Rickey Medlocke, ήταν μουσικός και συνθέτης Blues grass. Τα τραγούδια των Blackfoot “Train, Τrain”, "Rattlesnake Rock 'Ν' Roller", "Fox Chase" και "Railroad Man", έγραψε και συνυπόγραψε ο παππούς του Rickey Medlocke, Shorty Medlocke.
Φημολογείται ότι ο Shorty Medlocke ήταν η έμπνευση για την φανταστικό χαρακτήρα του
Curtis Loew στο τραγούδι των Lynyrd Skynyrd "The Ballad of Curtis Loew".
Ο Rickey Medlocke τραγούδησε τα τραγούδια των Lynyrd Skynyrd “White Dove Ain't Too Proud To Pray”, “The Seasons” και “You Run Around”.
Ο Rickey Medlocke μυήθηκε
στα μυστικά της κιθάρας από τον Charlie Hargrett.
ΔισκογραφΙα BLACKFOOT
No Reservations [1975]
Flying High [1976]
Strikes [1979]
Tomcattin’ [1980]
Marauder [1981]
Highway Song, Live [1982]
Siogo [1983]
Vertical Smiles [1984]
Rickey Medlocke & Blackfoot [1987]
Medicine Man [1990]
Rattlesnake Rock ’N’ Roll, Best Of [1994]
After The Reign [1994]
King Biscuit Flower Hour, Live [1998]
Blackfoot Live [2000]
Hits You Remember, Live [2001]
Flying High [1976]
Strikes [1979]
Tomcattin’ [1980]
Marauder [1981]
Highway Song, Live [1982]
Siogo [1983]
Vertical Smiles [1984]
Rickey Medlocke & Blackfoot [1987]
Medicine Man [1990]
Rattlesnake Rock ’N’ Roll, Best Of [1994]
After The Reign [1994]
King Biscuit Flower Hour, Live [1998]
Blackfoot Live [2000]
Hits You Remember, Live [2001]
On The Run [2001]
Train, Train Live [2007]
Train, Train Live [2007]
CATEGORY: TRIBUTES
AUTHOR: LOUIS KOSTOPOULOS from HARD, HEAVY & SOUTHERN
AUTHOR: LOUIS KOSTOPOULOS from HARD, HEAVY & SOUTHERN
No comments:
Post a Comment